αστέγνωτος

αστέγνωτος
η , ο [ος , ον ] невысохший, мокрый, сырой, влажный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αστέγνωτος" в других словарях:

  • αστέγνωτος — η, ο (Α ἀστέγνωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει στεγνώσει, ο υγρός αρχ. ο ασκέπαστος («ἀστέγνωτον ἀγγεῑον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αστέγνωτος < αστερ. + στεγνώνω αρχ. αστέγνωτος < α στερ. + στεγνώ ( όω) «καλύπτω, κλείνω ερμητικά»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»